LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὠλένη"
- ὠλένη, ἡ, Λατ. Ulna, αγκώνας και ορθότερα το τμήμα του βραχίονα του χεριού από τον αγκώνα και κάτω, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ. κ.λπ.· περὶ ὠλένας δέρᾳ βάλλειν, σε Ευρ.· ὠλέναι ἄκραι, χέρια, στον ίδ.· ψήφους διηρίθμησε ὠλένῃ, με το χέρι, στον ίδ.