Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠκύπτερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠκύ-πτερος, -ον (πτερόν), I. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Ομήρ. Ιλ. II. ὠκύπτερα, τά, τα μακριά γρήγορα φτερά, σε Αριστοφ.