Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠκύπους"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠκύ-πους, , ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. ὠκύπουν, Επικ. δοτ. πληθ. ὠκυπόδεσσι κ.λπ.· γοργοπόδαρος, επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών, σε Σοφ.· κύνες, σε Ευρ. κ.λπ.