LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὠκύμορος"
- ὠκύ-μορος, -ον, I. αυτός που πεθαίνει γρήγορα, που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων, στο ίδ. II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.