LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὠθισμός"
- ὠθισμός, ὁ, I. ώθηση, σπρώξιμο· ὠθισμὸς ἀσπίδων, σπρώξιμο ασπίδας ενάντια σε άλλη ασπίδα, σε Θουκ. II. (από το Παθ.) συνωστισμός, σπρώξιμο αγωνιζομένων σε μάχη, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., ὠθισμὸς λόγων, σφοδρή φιλονικία, σε Ηρόδ.