Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὠδίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὠδίς, -ῖνος, , δοτ. πληθ. ὠδίνεσσι, συνήθως στον πληθ., I. 1. πόνοι ή ωδίνες τοκετού, κοιλόπονοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν μόναις ὠδῖσιν, με ένα κοιλοπόνημα, σε Πίνδ.· ἐν ὠδίνων ἀνάγκαις, σε Ευρ.· στον ενικ., κοιλόπονος, σε Πίνδ., Σοφ. 2. στον ενικ., επίσης, ο καρπός του πόνου του τοκετού ή της ωδίνης, γέννημα, παιδί, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, λέγεται για τα νεαρά πουλιά, τους νεοσσούς, σε Ευρ. II. μεταφ., κάθε είδους πόνος, άγχος, οδύνη, σε Αισχύλ.· επίσης, στον πληθ., λέγεται για τον έρωτα, ο πόθος, σε Σοφ., Πλάτ.