Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕω[ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ ὗσαΠαθ., αόρ. αʹ ὕσθην, παρακ. ὗσμαι· 1. στέλνω βροχή, βρέχω, Ζεὺς ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ θεὸς ὕει, σε Ηρόδ.· έπειτα, η ονομ. παραλείπεται, το ὕειχρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. pluit, βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· ὕοντος, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· ὕοντος πολλῷ, καθώς έβρεχε πολύ, καταρρακτωδώς, σε Ξεν. 2. με αιτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, για εφτά χρόνια δεν έβρεξε στην Θήρα, σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε εκεί, σε Ηρόδ.· ἡχώρη ὕεται, δηλ. βρέχει στη χώρα, στον ιδ. 3. με σύστ. αντ., ὗσε χρυσόν, έβρεξε χρυσάφι, σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ, σε Αριστοφ.