Αποτελέσματα για: "ὕψι"
Βρέθηκαν 35 λήμματα [1 - 20]
-
ὕψῐ, επίρρ., σε υψηλό σημείο, ψηλά, σε ύψος, σε Όμηρ.· στο ανοικτό πέλαγος, στην ανοικτή θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. (απ' όπου, ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος).
-
ὑψί-βᾰτος, -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
-
ὑψῐ-βόας, -ου, ὁ, αυτός που φωνάζει δυνατά, όνομα ενός βατράχου, σε Βατραχομ.
-
ὑψι-βρεμέτης, -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντάει από ψηλά, σε Όμηρ.
-
ὑψῐ-γέννητος, -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.
-
ὑψί-γυιος, -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
-
ὑψί-ζῠγος, -ον (ζυγόν), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή θέση, κάθισμα· λέγεται για τον Δία, υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
ὑψί-θρονος, -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.
-
ὑψῐ-κάρηνος[ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει υψηλή κορυφή, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ὑψῐ-κέλευθος, -ον, αυτός που περιπλανιέται στα ύψη, σε Ανθ.
-
ὑψί-κερως, -ων (κέρας), γεν. -ω, αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
-
ὑψί-κομος, -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
-
ὑψί-κομπος, -ον, υπερβολικά κομπορρήμων, υπερόπτης, αλαζόνας, επηρμένος, αυθάδης· επίρρ., σε Σοφ.
-
ὑψί-κρημνος, -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ. II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.
-
ὑψί-λοφος, -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.
-
ὑψῐ-μέδων, -οντος, ὁ, I. αυτός που βασιλεύει, διοικεί στα ύψη, από ψηλά, σε Ησίοδ., Αριστοφ. II. μεταφ., πανύψηλος, απέραντος, σε Πίνδ.
-
ὑψῐ-μέλαθρος, -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ὑψῐ-νεφής, -ές (νέφος), αυτός που κατοικεί ψηλά στα σύννεφα, σε Πίνδ.
-
ὑψῐ-πᾰγής, -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.
-
ὑψί-πεδος, -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.