Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕπνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕπνος, , I. ύπνος, γαλήνιος ύπνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· χάλκεος ὕπνος, δηλ. ο ύπνος του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνοςτινὰ ἐπέρχεται, ἐπορούει, ἱκάνει, αἱρεῖ, λαμβάνει, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς ὕπνον πεσεῖν, σε Σοφ.· ἐν ὕπνῳ, στον ύπνο, σε Ευρ.· καθ' ὕπνον, σε Σοφ.· περὶ πρῶτον ὕπνον, γύρω, περίπου στον πρώτο ύπνο, σε Αριστοφ. II. ο θεός Ύπνος, δίδυμος αδερφός του Θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.