Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕπατος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕπατος, , -ον αντί ὑπέρτατος, όπως το Λατ. summus αντί supremus, I. 1. ύψιστος, δεσπόζων, υπέρτατος, λέγεται για τον Δία, ὕπατος κρειόντων, θεῶν ὕπατος, σε Όμηρ.· οἱ ὕπατοι, οι άνω θεοί, Λατ. superi, αντίθ. προς το οἱ χθόνιοι, Λατ. inferi, σε Αισχύλ.· ὕπατός τις, κάποιος θεός από τους άνω, στον ίδ. 2. λέγεται για τόπο, ἐν πυρῇ ὑπάτῃ, στο υψηλότερο σημείο, στην κορυφή του νεκρικού σωρού, της νεκρικής πυράς, σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για χρόνο, τελευταίος, Λατ. supremus, σε Σοφ., Ανθ. 4. χρησιμ. για ποιότητα, ύψιστος, άριστος, κάλλιστος, σε Πίνδ. II. με γεν. όπως η πρόθ. ὑπό, ὕπατος χώρας, ανώτατος άρχοντας, ύπατος της χώρας, σε Αισχύλ.· ὕπατοι λεχέων, ψηλά πάνω από την φωλιά, στον ίδ. III. ως ουσ. ὕπατος, , ο consul των Ρωμαίων, σε Πολύβ. κ.λπ.