Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕπαρ"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ὕπᾰρ, τό, άκλ., I. οπτασία, όραμα που βλέπει κάποιος ενώ είναι ξύπνιος, αντίθ. προς το ὄναρ(όνειρο, φαντασίωση), οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ, όχι ψεύτικο, απατηλό όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Πίνδ., Αισχύλ. II. 1. η αιτ. χρησιμ. ως επίρρ., σε εγρήγορση, στο ξύπνιο, σε Πλάτ.· ὄναρ ἢ ὕπαρ ζῆν, διέρχομαι, περνώ την ζωή (απο)κοιμισμένος ή ξύπνιος, σε εγρήγορση, στον ίδ. 2. ὕπαρ, πράγματι, όντως, στον ίδ.
ὑπ-άργῠρος, -ον, I. αυτός που από μέσα ή κάτω του έχει ασήμι· 1. αυτός που περιέχει ασήμι, αυτός που έχει φλέβα ασημιού, πέτρα, χθών, σε Ευρ.· αυτός που περιέχει μια ποσότητα, αναλογία αργύρου, μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ. II. πουλημένος ή μισθωμένος με ασήμι, μισθωτός, μισθοφόρος, αργυρώνητος, εξαγοραζόμενος, παραδόπιστος, ιδιοτελής, σε Πίνδ.
ὑπαρκτέον, ρημ. επίθ. του ὑπάρχω, αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ.
ὑπ-άρκτιος, -ον (ἄρκτος), ο προς τον βορρά, σε Πλούτ.
ὕπ-αρνος, -ον, αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, δηλ. αυτός που θηλάζει αρνάκι ή (μεταφ.) μωρό, βρέφος, σε Ευρ.
ὑπ-αρπάζω, Ιων. αντί του ὑφ-αρπάζω.
ὑπαρχή, αρχή· ἐξ ὑπαρχῆς, εξ αρχής, από την αρχή, εκ νέου, ξανά, και πάλι, Λατ. denuo, σε Σοφ., Δημ.
ὕπ-αρχος, , υποδιοικητής, υποστράτηγος, υπολοχαγός, αντιπλοίαρχος, υποκυβερνήτης, αντιβασιλέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ὑπ-άρχω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ὑπῆρξαΠαθ., παρακ. ὕπηργμαι, Ιων. -αργμαι·
Α. 1.
αρχίζω, κάνω την αρχή, ξεκινώ, απόλ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ. 2. με γεν., ξεκινώ, κάνω την αρχή, την έναρξη, ἀδικίης, σε Ηρόδ.· πολλῶν κακῶν, σε Ευρ. κ.λπ. 3. με μτχ., ξεκινώ να κάνω κάτι, ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦεντες, σε Ηρόδ.· ὑπάρχει εὖ ποιῶν τινα, σε Ξεν. 4. με αιτ., ὑπάρχω εὐεργεσίας εἴς τινα ή τινι, αρχίζω να ευεργετώ κάποιον, σε Δημ., Αισχίν.Παθ., έχω αρχίσει, τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (Ιων. αντί ὑπηργ-), σε Ηρόδ.· απρόσ., ὑπῆρκτο αὐτοῦ, είχε γίνει η αρχή του, σε Θουκ. Β. 1. αρχίζω να υπάρχω, έρχομαι στη ζωή, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. υπάρχω, βρίσκομαι, είμαι έτοιμος, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ὑπάρχει τῶνδε, υπάρχει απόθεμα, αφθονία αυτών των πραγμάτων, σε Αισχύλ.· συχνά σε μτχ., ἡ ὑπάρχουσα οὐσία, η υπαρκτή περιουσία, η υφιστάμενη, σε Ισοκρ.· τὰὑπάρχοντα ἁμαρτήματα, σε Θουκ.· τῆς ὑπαρχούσης τιμῆς, λέγεται για την τρέχουσα τιμή, σε Δημ. 3. απλώς, είμαι, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ. 4. ενίοτε με μτχ., ομοίως προς το τυγχάνω, τοιαῦτα (αὐτῷ) ὑπῆρχε ἐόντα, σε Ηρόδ.· ὑπάρχει ἐχθρὸς ὤν, σε Δημ. II. όπως το ὑπόκειμαι II. 2, τίθεμαι ως βάση, θεωρούμαι, εκλαμβάνομαι ως δεδομένος, σε Πλάτ.· τούτων ὑπαρχόντων, = quae cum ita sint, στον ίδ. III. 1. ανήκω σε, περιέρχομαι σε κάποιον, συσσωρεύομαι, προκύπτω, ὑπάρχει τινί τι, κάποιος έχει κάτι, αυτό που υπάρχει σε κάποιον, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἡ ὑπάρχουσα φύσις, φυσικά χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες που σε χαρακτηρίζουν, φυσική κατάσταση, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ὑπάρχω τινί, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, σε Ξεν., Δημ.· καθ'ὑμῶν ὑπάρξει ἐκείνῳ, θα είναι, θα βρεθεί στο πλευρό του εναντίον σας, σε Δημ. IV. συχνά σε πληθ. ουδ. μτχ. τὰ ὑπάρχοντα, 1. οι υπάρχουσες συνθήκες, οι παρούσες ευκολίες, τα πλεονεκτήματα των συγκυριών, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. 2. αυτό που ανήκει σε κάποιον, υπάρχοντα, κτήσεις, τα κτήματα κάποιου, χρήματα, πόροι, εισοδήματα, περιουσία, σε Θουκ. κ.λπ. V. απρόσ., ὑπάρχει, γεγονός, το βέβαιο είναι ότι..., με αιτ. και απαρ., σε Σοφ. 2. επιτρέπεται, είναι δυνατό, με δοτ. και απαρ., ὑπάρχει μοι εἶναι ή ποιεῖν τι, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., ὥσπερ ὑπῆρχε, όσο ήταν δυνατόν, σε Θουκ. 3. σε μτχ. ουδ., όπως το ἐξόν, παρόν κ.λπ.· ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν, εφόσον σου επιτρέπεται να κάνεις πόλεμο, στον ίδ.