Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕλη"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ὕλη[ῡ], , Λατ. sylva, I. δρυμός, λόγγος, δάσος, άλσος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα και άγρια δέντρα του δάσους, σε Θουκ.· θάμνοι, χαμόκλαδα, αντίθ. προς τα δέντρα τα κατάλληλα για υλοτόμηση, σε Ξεν. II. κομμένα, υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, καύσιμη ύλη, σε Όμηρ. κ.λπ. III. 1. όπως το Λατ. materia, ύλη από την οποία κατασκευάζεται, φτιάχνεται κάτι, ακατέργαστη, πρώτη ύλη, ξύλο, ξυλεία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. στην Φιλοσοφία, ύλη, υλικό στοιχείο, ουσία, σε Αριστ. 3. υποκείμενο, υπόθεση, στον ίδ.
ὑλήεις, -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα· 1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ. 2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.
ὑλη-κοίτης, -ου, , αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
ὑλη-τόμος, -ον, Δωρ. ὑλᾱτόμος, = ὑλοτόμος, σε Θεόκρ.
ὑλη-φόρος, -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.
ὑλη-ωρός, -όν (οὖρος), δασοφύλακας, σε Ανθ.