Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕδωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕδωρ[ῠ], τό, γεν. ὕδατος ( Επικ.), δοτ. ὕδατι, Επικ. επίσης ὕδει (όπως αν προερχόταν από το ὕδος), 1. νερό, κάθε είδους, αλλά σε Όμηρ. σπανίως λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν ὕδωρ)· επίσης σε πληθ., ὕδατ' ἀενάοντα, σε Ομήρ. Οδ.· ὕδατα Καφίσια, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· ὕδωρ κατὰ χειρός, λέγεται για πλύσιμο χεριών, σε Αριστοφ.· ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· ἐν ὕδατι γράφειν, σε Πλάτ.· ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ. 2. βρόχινο νερό, βροχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ, σε Αριστοφ. 3. λέγεται στην φράση ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, σε Ηρόδ., βλ. βρέχω. 4. σε Αττ. δικανική φράση, τὸ ὕδωρ ήταν το νερό της κλεψύδρας (κλεψύδρα), σε Δημ.· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, στο χρονικό διάστημα που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δεν μπορεί κάποιος να τα πει (όλα) με μία λέξη, μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, σταμάτα την ροή του νερού στην κλεψύδρα (κάτι που συνέβαινε όταν ο λόγος διακόπτονταν από την κλήση μαρτύρων ή από την ανάγνωση νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, του δίνεται η σειρά να μιλήσει, σε Αισχίν.