LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὕδρωψ"
- ὕδρωψ, -ωπος, ὁ (ὕδωρ), I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα· II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.