Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕβρις"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
ὕβρις[ῠ], γεν. -εως και -εος, Επικ. -ιος,
Α. I. 1.
κακοβουλία, αυθάδεια, αυθάδεια από αίσθηση δύναμης ή αναίδεια, προπέτεια, θρασύτητα, ιταμότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί;, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, ὕβρει, με αυθάδεια ή αναίδεια, σε Σοφ.· ἐφ' ὕβρει, σε Ευρ.· δι' ὕβριν, σε Δημ. 2. λέγεται για λαγνεία, ασέλγεια, αντίθ. προς το σωφροσύνη, σε Θέογν., Ξεν. 3. λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο άλογο, ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ. II. 1. = ὕβρισμα, σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το ὑβρίζω, ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις, η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις, σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., ὕβρις τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσβολή, προσβλητική ενέργεια, παραβίαση, βεβήλωση, καταπάτηση, σε Πίνδ., Αττ. 3. στην Αττ. νομοθεσία, η ὕβριςπεριελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν εναντίον κάποιου, υβριστική, ελεεινή επίθεση, προσβολή· η πιο ελαφριά μορφή της είναι η αἰκία [ῑ]· γι' αυτό η ὕβρις, επανορθωνόταν με δημόσια έγκληση, μήνυση (γραφή), ενώ η αἰκία με ιδιωτική επενέργεια (δίκη). III. απώλεια, ζημιά, βλάβη, φθορά, σε Κ.Δ. Β. ως αρσ., = ὑβριστής, βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, ὕβριν ἀνέρα, σε Ησίοδ.
ὑβρίσδω, Δωρ. αντί ὑβρίζω.
ὕβρισμα, -ατος, τό (ὑβρίζω), I. αυθάδης ή αναιδής πράξη, προσβολή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· τόδ' ὕβρισμα ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι, σε Ευρ., Ξεν.· τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ, σε Δημ. II. αντικείμενο ύβρης, ὕβρισμα θέσθαι τινά = ὑβρίζειν, σε Ευρ. III. = ὑβριστής, στον ίδ.
ὑβριστέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
ὑβριστήρ, -ῆρος, , ποιητ. αντί του επόμ., σε Ανθ.
ὑβριστής, -οῦ, (ὑβρίζω), 1. βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, αυθάδης, αναιδής, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. αντίθ. προς το σώφρων, ακόλαστος, ασελγής, σε Αριστοφ., Ξεν. 3. λέγεται για ζώα, ορμητικός, ατίθασος, αχαλίνωτος, ανυπότακτος, σε Ευρ., Ξεν. 4. λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς ἄνεμος, σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς ποταμός, σε Αισχύλ.
ὑβριστικός, , -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, αυθάδης, αναιδής, προσβλητικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ ὑβριστικόν, αναιδής, αυθάδης, ιταμή διάθεση, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερον, σε Δημ.
ὕβριστος, , -ον (ὑβρίζω), αυθάδης, αναιδής, υβριστικός, προσβλητικός· απ' όπου, συγκρ. ὑβριστότερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. ὑβριστότατος, σε Αριστοφ., Ξεν.