Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕαλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕᾰλος ή ὕελος, και , I. 1. καθαρός, διαυγής, διαφανής λίθος, που χρησιμοποιούνταν από τους Αιγυπτίους για τον εγκλεισμό ταριχευμένων νεκρών (μούμιες)· αλάβαστρο από την ανατολή, σε Ηρόδ. 2. κυρτός κρυστάλλινος φακός, που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων με σκοπό την ανάφλεξη, σε Αριστοφ. II. γυαλί, Λατ. vitrum, σε Πλάτ.· γυαλί που υπήρχε ήδη στα χρόνια του Ηρόδ., αλλά ονομάστηκε ὕαλος στα χρόνια του Πλάτωνα (η λέξη λέγεται πως είναι Αιγυπτιακή. Άλλοι το αποδίδουν στο ὕω, όπως αν η αρχική σημασία ήταν σταγόνα βροχής).