Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑψιμέδων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑψῐ-μέδων, -οντος, , I. αυτός που βασιλεύει, διοικεί στα ύψη, από ψηλά, σε Ησίοδ., Αριστοφ. II. μεταφ., πανύψηλος, απέραντος, σε Πίνδ.