Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑφαρπάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑφ-αρπάζω, Ιων. ὑπ-αρπάζω· μέλ. -άσομαι, 1. αρπάζω, αποσπώ κάτω από, σε Ξεν. 2. αποσπώ, αφαιρώ κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω, Λατ. surripere, σε Αριστοφ. 3. ὑφαρπάζω λόγον, αρπάζω, κλέβω τον λόγο μέσα από το στόμα κάποιου την ώρα που πάει να τον ξεστομίσει, διακόπτω, δεν τον αφήνω να μιλήσει, σε Ηρόδ.· διακόπτω, σε Αριστοφ.