LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑστέρα"
- ὑστέρα, Ιων. ὑστέρη, ἡ, μήτρα, κυρίως σε πληθ. ὑστέραι, Ιων. -εων, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
- ὑστεραῖος, -α, -ον (ὕστερος), αυτός που ανήκει στην επόμενη μέρα, (πρβλ. προτεραῖος)· τῇ ὑστεραίᾳ (Ιων. -αίῃ) ἡμέρᾳ, τη μέρα που ακολουθεί, την επαύριο, την επομένη μέρα, Λατ. postridie, σε Ηρόδ.· συχνά και χωρίς το ἡμέρᾳ, στον ίδ., Αττ.· επίσης, ἐς τὴν ὑστεραίην, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ ὑστεραίᾳ, σε Πλάτ.· με γεν., τῇ ὑστεραίᾳ τῆς μάχης, την επομένη μέρα της μάχης, στον ίδ. II. = ὕστερος, μεταγενέστερος, ακόλουθος, επόμενος, σε Ηρόδ., Ξεν.

