Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπόχρεως"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπό-χρεως, -ων (χρέος), γεν. , 1. χρεωμένος, αυτός που χρωστά, σε Αριστοφ.· ὑπόχρεώς τινος, χρεώστης, σε Πλούτ. 2. λέγεται για περιουσία, ιδιοκτησία, χρεωμένος, μπλεγμένος, επιβαρυμένος, Λατ. obaeratus, σε Δημ. 3. με γεν., ὑπόχρεως φιλίας, δεμένος με δεσμούς φιλίας, σε Πλούτ.