Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπόλοιπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπό-λοιπος, -ον, 1. αυτός που έχει αφεθεί πίσω, αυτός που έχει μείνει πίσω, σε Ηρόδ.· οἱ ὑπόλοιποι, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ βάραθρον γίγνεται, το βάραθρο όμως σου μένει, σε Αριστοφ.· ὅσαἦν ὑπόλοιπα, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.