
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπόδημα"
- ὑπόδημα, -ατος, τό (ὑποδέω), σόλα προσδεμένη κάτω από το πόδι με λουριά, σανδάλι, ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα (δηλ. δέουσα), σε Ομήρ. Οδ.· ποσὶν ὑποδήματα δοίην (δηλ. δεοίην), στο ίδ. κ.λπ.· ὑπόδημα κοῖλον ή ὑπόδημα απλώς, ισοδύν. προς το Λατ. calceus, σανδάλι ή πέδιλο, σε Αριστοφ. κ.λπ.