Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπό"

Βρέθηκαν 429 λήμματα [1 - 20]
ὑπό[ῠ], Λατ. sub, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ. Επικ. ὑπαί πριν από δ, π.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ., I. 1. λέγεται για τόπο, από κάτω, ῥέεικρήνη ὑπὸ σπείους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για διάσωση, απαλλαγή από την εξουσία κάποιου· ακολουθ. τα ρήματα ἐρύεσθαι, ἁρπάζειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, έλυσαν τα άλογα από κάτω από τον ζυγό, σε Όμηρ. 2. κάτω από, από κάτω, μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα, έμπηξα, έχωσα τη ράβδο μέσα και κάτω από τα αναμμένα κάρβουνα φωτιάς που κοντεύει να σβήσει, κάτω από τη θράκα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας, πλήττοντάς τον κάτω από το στήθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ χθονός, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. χρησιμ. για το ποιητ. αίτιο, με Παθ. ρήματα, από/μέσω, Λατ. a ή ab, ὑπό τινος δαμῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφ' ἑαυτοῦ, από δική του ενέργεια, δηλ. αφ' εαυτού, σε Θουκ.· επίσης, φεύγειν ὑπό τινος, δηλ. καταδιώκομαι από κάποιον και φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπαινον ἔχειν ὑπό τινος, σε Ηρόδ.· 2. λέγεται για πράγματα και πρόσωπα, ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου, σε Θουκ.· ἐνδακρύειν χαρᾶς ὕπο, σε Αισχύλ.· μαίνεται ὑφ' ἡδονῆς, σε Σοφ.· ὀρύσσειν ὑπὸ μαστίγων, σκάβω, εξορύσσω κάτω από το φόβο, υπό απειλή μαστιγίου, δηλ. εξορύσσω ενώ μαστιγώνομαι, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για μουσική συνοδεία, στον ρυθμό ενός πράγματος, κωμάζειν ὑπ' αὐλοῦ, σε Ησίοδ.· πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος, σε Αριστοφ.· έπειτα, για οτιδήποτε συνοδεύει κάτι, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον, υπό το φως δαυλών, πυρσών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαι, προσφορά θυσίας που συνοδεύεται από εύφημη βοή, σε Σοφ.· ὑπὸ πομπῆς, σε ή με επίσημη, σοβαρή πομπή, σε Ηρόδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ., λέγεται για τόπο ή για θέση, 1. ὑπὸ ποσσί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ πλατανίστῳ, στο ίδ.· ὑπ' Ἰλίῳ, κάτω από τα τείχη του, σε Ευρ.· ὑφ' ἅρμασι, κάτω από το άρμα, δηλ. ζευγμένος σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ὑπὸ χερσί τινος δαμῆναι, υποταγμένος κάτω από, δηλ. μέσω της δύναμης των όπλων του, στο ίδ.· ὑπὸ δουρὶ δαμῆναι, στο ίδ. II. 1. λέγεται για πρόσωπο υπό την εξουσία ή την επιρροή του οποίου γίνεται κάτι, φέβεσθαι ὑπό τινι, τρέπομαι σε φυγή ενώπιόν του, στο ίδ.· ὑπὸ πομπῇ τινος βῆναι, ακολουθώ, κατατάσσομαι, συμμετέχω σε φάλαγγα, σε εφοδιοπομπή, στη νηοπομπή κάποιου, στο ίδ. 2. λέγεται για δήλωση υποταγής, ὑπό τινι, κάτω από την εξουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· εἶναιὑπό τινι, είμαι υποτελής κάποιου, σε Θουκ.· ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ, υπόκειμαι στην εξουσία κάποιου, στις διαταγές κάποιου, σε Ξεν. 3. χρησιμ. για πράγματα που έρχονται σε μία τάξη, ἐργασίαι ὑπὸ ταῖς τέχναις, σε Πλάτ. 4. όπως στο
Α.
II. 3, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' ἔκιον, προχωρούσαν στον ρυθμό της μουσικής του αυλητή, σε Ησίοδ.· γενικά, λέγεται για συνακόλουθες περιστάσεις, ἐξ ἁλὸς εἶσι πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ σκότῳ, νυκτί, σε Αισχύλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ., λέγεται για τόπο, προς και κάτω από, I. 1. ὑπὸ σπέος ἤλασε μῆλα, τα οδήγησε κάτω από, δηλ. μέσα στη σπηλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ δικαστήριον ἄγειν, φέρνω κάποιον κάτω από ή ενώπιον των υψηλών εδρών των δικαστών, σε Ηρόδ. 2. όπως το ὑπό με δοτ. χωρίς έννοια κίνησης, ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, παντού κάτω από τον ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸτὴν ἄρκτον, σε Ηρόδ.· τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν, σε Θουκ. II. λέγεται για υποταγή, ποιεῖσθαι ὑπὸ σφᾶς, στον ίδ. κ.λπ. III. λέγεται για χρόνο, όπως το Λατ. sub, μόλις μετά, σχεδόν κατά, ὑπὸ νύκτα, κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ ταῦτα, εκείνη περίπου την περίοδο, σε Ηρόδ.· ὑπὸτὸν νηὸν κατακαέντα, κατά την περίοδο που κάηκε ο ναός, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ τὸν σεισμόν, κατά την περίοδο του σεισμού, σε Θουκ. IV.χρησιμ. για μουσική συνοδεία, ὑπὸ αὐλὸν διαλέγεσθαι, σε Ξεν. V. ὑπό τι, ως επίρρ., σ' έναν συγκεκριμένο βαθμό, κατά ένα συγκεκριμένο μέτρο, Λατ. aliquatenus, σε Πλάτ. Δ. ΘΕΣΗ, η ὑπὸ μπορεί πάντοτε να ακολουθεί μετά την πτώση, οπότε με αναστροφή μετατρέπεται σε ὕπο. Ε. ΩΣ ΕΠΙΡΡ., 1. κάτω από, από κάτω, από κάτω, σε Όμηρ. 2. από πίσω, σε Ηρόδ. II. μυστικά, απαρατήρητα, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. 1. κάτω από, λέγεται για στάση και κίνηση, όπως στα ὕπ-ειμι, ὑπο-βαίνω. 2. λέγεται για περίβλημα, επένδυση ή περικάλυψη ενός πράγματος από ένα άλλο, όπως στο ὑπό-χρυσος. 3. λέγεται για δήλωση υποταγής, ὑπο-δαμνάω, ὑφ-ηνίοχος. II. μάλλον, κάπως, λιγάκι, λίγο, ὑπο-κινέω, ὑπό-λευκος, κρυφά, ανεπαίσθητα, μυστικά, ὑποθωπεύω.
ὑπο-άμουσος, -ον, κάπως, λιγάκι αποξενωμένος από τις Μούσες, σε Πλάτ.
ὑπό-βαθρον, τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
ὑπο-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω ή στέκομαι κάτω από· μεταφ., τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (πυραμίδος) τὠυτὸ μέγαθος, κτίζοντάς την σαράντα πόδια χαμηλότερη από την άλλη πυραμίδα, δηλ. την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· μικρὸν ὑποβάς, λίγο παρακάτω (σε βιβλίο), σε Στράβ.
ὑπο-βάλλω, Επικ. ὑβ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, παρακ. -βέβληκα, 1. ρίχνω, πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Ευρ. 2. θέτω από κάτω, ως θεμέλιο, βάση, σε Αισχίν. 3. υποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτόν, σε Ευρ. II. Μέσ., παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου, Λατ. supponere, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει ο υποβολέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ.Μέσ., κάνω λανθασμένες υποδείξεις, προτάσεις, σε Σοφ. IV.σε Μέσ., οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, διαρπάζω, σε Πλούτ.
ὑπο-βαρβᾰρίζω, μιλώ λίγο σαν βάρβαρος, ξένος, μιλώ κάπως σπαστά, σε Πλάτ.
ὑπόβᾰσις, -εως, (ὑποβαίνω), χαμήλωμα, κάθοδος, υποχώρηση· σκύψιμο με λύγισμα των ποδιών, ιδίως λέγεται για άλογο που χαμηλώνει για να δεχθεί αναβάτη, σε Ξεν.
ὑπο-βένθιος, -ον (βένθος), αυτός που βρίσκεται κάτω από τα βάθη, υποβρύχιος, σε Ανθ.
ὑποβήσσω, Αττ. -ττω, βήχω ελαφρά, σε Λουκ.
ὑπο-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του ὑποβαίνω, φέρνω κάτω, κατεβάζω — Μέσ., χαμηλώνω, σκύβω λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για άλογο που χαμηλώνει, κλίνει προς τα κάτω για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.
ὑπο-βλέπω, μέλ. -ψομαι, βλέπω, κοιτάζω κάτω από τα φρύδια, κοιτάζω βιαστικά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτώ, κοιτώ πλαγίως, βλέπω με καχυποψία ή με οργή, Λατ. limis oculis suspicere, σε Πλάτ.· επίσης, ὑποβλέπω ἐλεεινά, ρίχνω βλέμμα οίκτου, σε Ανθ.Παθ., αντικρύζομαι, αντιμετωπίζομαι με καχυποψία, σε Ευρ.
ὑποβλήδην (ὑποβάλλω), επίρρ., I. αυτός που επιβάλλεται εμμέσως, δηλ. με επιφυλακτικότητα ή ως ένδειξη μομφής, ελέγχου, αποδοκιμασίας ή για να διακόψει αυτόν που μιλά, σε Ομήρ. Ιλ. II. λοξά, στραβά, πλαγίως, σε Ομηρ. Ύμν.
ὑποβλητέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποβληθεί, σε Ξεν.
ὑπό-βλητος, -ον (ὑποβάλλω), αυτός που τοποθετείται στη θέση κάποιου άλλου, πλαστός, κίβδηλος, εξαγορασμένος, διεφθαρμένος, ψευδής, ψεύτικος, απατηλός, πλάνος, σε Σοφ.
ὑποβολή, (ὑποβάλλωI. Ενεργ., υποβολή ή τοποθέτηση, άπλωμα κάτω, σε Πλάτ. 2. αντικατάσταση, αναπλήρωση κρυφή, μυστική, ιδίως λέγεται για νόθα παιδιά, στον ίδ. 3. εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη, ἐξ ὑποβολῆς, μέσω παραίνεσης, νουθεσίας, σε Ξεν. II. υπόθεση ενός λόγου, μιας ομιλίας, σε Λουκ.
ὑποβολιμαῖος, , -ον (ὑποβολή I. 2), αυτός που υποκαθίσταται από, ο κρυφά τοποθετημένος, λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ὑπο-βρέμω, βρυχώμαι, μουγκρίζω ή βουΐζω υπόκωφα, σε Αισχύλ.
ὑπο-βρέχω, βρέχω, μουσκεύω ή υγραίνω λιγάκι, κουτσοπίνω — Παθ., μτχ. παρακ. ὑποβρεγμένος, λιγάκι μεθυσμένος, σε Λουκ.
ὑπόβρῠχα, βλ. ὑπόβρυχος.
ὑπο-βρύχιος[ῠ], (Ιων. ), -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από το νερό, σε Ηρόδ.