LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑποσκελίζω"
- ὑπο-σκελίζω, 1. ανατρέπω κάποιον βάζοντάς του τρικλοποδιά, αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω, Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ. 2. μεταφ., ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων, σε Πλάτ., Δημ.

