LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑποσκάπτω"
- ὑπο-σκάπτω, μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.