Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπομιμνήσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-μιμνήσκω, μέλ. -μνήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έμνησα· I. Ενεργ. 1. θυμίζω κάποιον ή κάτι σε κάποιον, τινά τινος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· ὑπομιμνήσκω τινά τι, σε Θουκ., Ξεν.· ὑπομιμνήσκω τινά, θυμίζω, υπενθυμίζω, σε Πλάτ. 2. με αιτ. πράγμ., επαναφέρω στο μυαλό, στη μνήμη κάποιου, μνημονεύω, αναφέρω, τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινί τι, σε Αισχύλ. 3. με γεν. πράγμ., υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον, κάνω λόγο για, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. Παθ. ή Μέσ., ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, σε Ξεν. 2. κάνω μνεία, λόγο για κάτι, περί τινος, σε Αισχύλ.