Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑποδέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-δέω, μέλ. -δήσω, I. δένω ή προσδένω από κάτω, σε Ηρόδ. II. ιδίως υποδένω τα πόδια, δηλ. ποδαίνω, διότι τα σανδάλια ή τα πέδιλα προσδένονταν με λουριά στα πόδια, σε Πλάτ.Μέσ., δένω στα πόδια μου, βάζω, φορώ τα παπούτσια μου, υποδήματά μου, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης με αιτ., ὑποδησάμενος κοθόρνους, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., ὑποδήματα ὑποδεδεμένος, με παντόφλες στα πόδια του, σε Πλάτ.· και απόλ., ὑποδεδεμένοι, φορώντας τα παπούτσια τους, σε Ξεν.· ομοίως, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα, με παπούτσι στο αριστερό πόδι, σε Θουκ.