LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑποβολή"
- ὑποβολή, ἡ (ὑποβάλλω)· I. Ενεργ., υποβολή ή τοποθέτηση, άπλωμα κάτω, σε Πλάτ. 2. αντικατάσταση, αναπλήρωση κρυφή, μυστική, ιδίως λέγεται για νόθα παιδιά, στον ίδ. 3. εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη, ἐξ ὑποβολῆς, μέσω παραίνεσης, νουθεσίας, σε Ξεν. II. υπόθεση ενός λόγου, μιας ομιλίας, σε Λουκ.

