Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑποβλέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-βλέπω, μέλ. -ψομαι, βλέπω, κοιτάζω κάτω από τα φρύδια, κοιτάζω βιαστικά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτώ, κοιτώ πλαγίως, βλέπω με καχυποψία ή με οργή, Λατ. limis oculis suspicere, σε Πλάτ.· επίσης, ὑποβλέπω ἐλεεινά, ρίχνω βλέμμα οίκτου, σε Ανθ.Παθ., αντικρύζομαι, αντιμετωπίζομαι με καχυποψία, σε Ευρ.