Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑποβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-βάλλω, Επικ. ὑβ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, παρακ. -βέβληκα, 1. ρίχνω, πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Ευρ. 2. θέτω από κάτω, ως θεμέλιο, βάση, σε Αισχίν. 3. υποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτόν, σε Ευρ. II. Μέσ., παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου, Λατ. supponere, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει ο υποβολέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ.Μέσ., κάνω λανθασμένες υποδείξεις, προτάσεις, σε Σοφ. IV.σε Μέσ., οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, διαρπάζω, σε Πλούτ.