Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπηρέτης"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὑπηρέτης, -ου, (ἐρέτης), I. κυρίως υποκωπηλάτης, υποναυτικός, βλ. ὑπηρεσία. II. 1. γενικά υποταγμένος, υπηρέτης, ακόλουθος, συνοδός, βοηθός, αρωγός, επικούρος, Λατ. apparῐtor, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικειμενική, ὑπηρέτης ἔργου, βοηθός στην εκτέλεση έργου, σε Ξεν. 2. στην Αθήνα: α) υπηρέτης που ακολουθούσε κάθε οπλίτη (ὁπλίτης) προκειμένου να μεταφέρει την αποσκευή και την ασπίδα του, σε Θουκ. β) ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρετῶν, ο βοηθός των Έντεκα, που ήταν επιφορτισμένοι με την εκτέλεση της ποινής των πολιτικών καταδίκων, σε Πλάτ.
ὑπηρέτησις, (ὑπηρετέω), υπηρεσία, σε Αριστ.