
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπεύθυνος"
- ὑπ-εύθῡνος, -ον, 1. υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τη διαχείριση αξιώματος, υπόλογος, επιφορτισμένος με συγκεκριμένο καθήκον, αρμόδιος, πλήρης ευθυνών, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὑπεύθυνοι, οἱ, στην Αθήνα, άρχοντες που ήταν αναγκασμένοι να υποβάλλουν απολογισμό στους δημόσιους ελεγκτές (λογισταί), σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. με γεν., υπόλογος, υπαίτιος για, ὑπεύθυνος ἀρχῆς ἑτέρας, παρά Δημ.· λέγεται για δούλους, σῶμα ὑπεύθυνον ἀδικημάτων, το σώμα τους είναι υπεύθυνο για τις κακές τους πράξεις, δηλ. πρέπει να πληρώσουν γι' αυτές με τιμωρία του σώματός τους, στον ίδ. 3. με δοτ., υπόλογος σε κάποιον, εξαρτώμενος, υποκείμενος σε αυτούς, Λατ. obnoxius, στον ίδ., σε Αισχίν.