Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπερβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπερ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, Ιων. -βαλέω· Επικ. αόρ. βʹ ὑπειρέβαλον, I. 1. ρίχνω επάνω σε ή πέρα από ένα σημείο, υπερακοντίζω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. ὅτε μέλλοι ἄκρον (λόφον) ὑπερβαλέειν, ακριβώς όταν, ενώ ήταν έτοιμος να σπρώξει τον λίθο υπεράνω της κορυφής, σε Ομήρ. Οδ. 3. αμτβ., τρέχω πιο πέρα, παρατρέχω, παραβλέπω τα ίχνη, λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, σε Ξεν. 4. ξεπερνώ ή νικώ, τινάς, σε Σοφ. II. μεταφ.: 1. υπερακοντίζω, υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, προηγούμαι, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, με γεν., βροντῆς ὑπερβάλλοντα κτύπον, σε Αισχύλ.· επίσης με αιτ., ὑπερβάλλω τινά τινι, ξεπερνώ κάποιον σε κάτι, σε Ευρ. 2. υπερβαίνω, υπερέχω, με αιτ., σε Ησίοδ. κ.λπ.· ὑπερβάλλω ἑκατὸν ἔτεα, ξεπερνώ τα εκατό χρόνια σε ηλικία, σε Ηρόδ.· ὑπερβάλλω τὸν χρόνον, δηλ. αργώ πολύ, σε Ξεν.· επίσης με γεν., σε Πλάτ. 3. απόλ., υπερβαίνω κάθε όριο, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὑπερβαλών, αυτός που διατηρείται εντός ορίων, σε Πίνδ.· είμαι υπερβολικός, δεν έχω μέτρο, σε Αριστ.· συχνά σε μτχ., ὑπερβάλλων, -ουσα, -ον, υπερβολικός, υπέρμετρος, αλόγιστος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· τὰ ὑπερβάλλοντα, μια υπερβολικά υψηλή κοινωνική θέση, κτηματική περιουσία, κατάσταση, σε Ευρ.· τὸ ὑπερβάλλον αὐτῶν, το έξοχο, εξαίσιο μέρος τους, σε Θουκ. 4. προχωρώ μπροστά όλο και περισσότερο, προέβαινε ὑπερβάλλων, εξακολούθησε να προσφέρει περισσότερα χρήματα, σε Ηρόδ.· ᾔτει τοσαῦτα ὑπερβάλλων, σε Θουκ. III. 1. περνώ πάνω από, διασχίζω βουνά, ποτάμια κ.λπ.· με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, με αιτ., σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., διασχίζω, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για νερό, χύνομαι, υπερχειλίζω, ξεχειλίζω, με αιτ., σε Ηρόδ. 3. λέγεται για τον Ήλιο, που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο ή στη μέγιστη θερμοκρασία, στον ίδ. Β. I. Μέσ., με Παθ. παρακ., =
Α.
II. 1., ξεπερνώ, υπερνικώ, κατακτώ, τινα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., είμαι νικητής, πορθητής, νικώ, σε Ηρόδ. 2. υπερέχω, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ, τινα, στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· απόλ., υπερέχω, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. ὑπερβεβλημένη γυνή, εξαίρετη, λαμπρή γυναίκα, σε Ευρ. 3. πλειοδοτώ, προσφέρω ανώτερη τιμή, τινα, σε Ξεν. II. αναβάλλω, σε Ηρόδ.· αλλά, ἢν ὑπερβάλωνται ἐκείνην τὴν ἡμέραν συμβολὴν μὴ ποιεύμενοι, εάν ήθελαν να αφήσουν εκείνη τη μέρα να περάσει χωρίς συμπλοκή, μάχη, στον ίδ.· απόλ., καθυστερώ, αργοπορώ, χρονοτριβώ, στον ίδ., σε Πλάτ.