Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπακούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπ-ᾰκούω, μέλ. -ακούσομαι· I. 1. απόλ., προσέχω, ακούω με προσοχή, δίνω προσοχή σε, σε Όμηρ., Ευρ. 2. απαντώ, αποκρίνομαι όταν καλούμαι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. 3. ακολουθ. από μία πτώση, προσέχω ή ακούω με προσοχή, δίνω προσοχή σε, παρακολουθώ, τινός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, ὑπακούω τινί, σε Θουκ. κ.λπ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. λέγεται για θυρωρούς, απαντώ στο χτύπημα της πόρτας (δηλ. την ανοίγω), ὑπάγωτινί, σε Πλάτ., Θεόφρ.· ὁ ὑπακούσας, ο θυρωρός, σε Ξεν. 2. λέγεται για δικαστή, παρέχω ακρόαση σε μηνυτή, τινί, στον ίδ.· λέγεται για κατηγορουμένους, υπακούω σε δικαστική κλήση, εμφανίζομαι στο δικαστήριο, σε Δημ. 3. χρησιμ. για υπηκόους και υποτελείς, υποτάσσομαι, υπακούω σε, τινός, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης, υποχωρώ, υποκύπτω σε, συμμορφώνομαι προς, τινί, σε Πλάτ.· με γεν. πράγμ., δίνω προσοχή σε, σε Ξεν.· ὑπακούω τῷ ξυμφόρῳ τινός, συντάσσομαι με το συμφέρον του, σε Θουκ.· απόλ., υποχωρώ, υποτάσσομαι, συμμορφώνομαι, συντάσσομαι, σε Ηρόδ. 4. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου, πετυχαίνω, σε Λουκ. 5. μεταφ., αὐγαῖς ἡλίου ὑπακούω, εκτεθειμένος στις ηλιακές ακτίνες, σε Πίνδ.