Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑοσκύαμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑοσ-κύᾰμος, (ὗς), δαιμοναριά (δηλητηριώδες φυτό), Υοσκύαμος ο Μέλας, σε Ξεν.