Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑμέτερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑμέτερος[ῡ], , -ον (ὑμεῖς), δικός σας, δικοί σας, Λατ. vester, σε Όμηρ. κ.λπ.· με άλλη αντων. σε γεν., ὑμέτερος ἑκάστου θυμός, η ανδρεία του καθενός από εσάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑμέτερος αὐτῶν θυμός, το δικό σας λογικό, σε Ομήρ. Οδ.· ὑμέτερόνδε, στο δικό σας σπίτι, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ ὑμέτερον, το δικό σας κομμάτι, μέρος, δική σας υπόθεση, σε Ηρόδ.· τὸ δ' ὑμέτερον πρᾶξαι, δικός σας χαρακτήρας, συνήθειά σας είναι να ενεργείτε έτσι ή αλλιώς, σε Θουκ.· με άρθρο, αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, ελπίδες που καλλιεργήθηκαν από εσάς, στον ίδ.· τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει, για τον σκοπό που συστήσατε, σε Πλάτ.