LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑετός"
- ὑετός[ῡ], ὁ (ὕω), I. βροχή, Λατ. pluvius, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· ιδίως, καταρρακτώδης, διαρκής, συνεχόμενη βροχή, Λατ. nimbus, σε αντίθ. προς το ὄμβρος, Λατ. imber, και ψεκάς ή ψακάς, ψιλόβροχο, σε Ξεν. κ.λπ. II. ως επίθ. σε υπερθ. ἄνεμοι ὑετώτατοι, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ.