LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑδρία"
- ὑδρία, ἡ (ὕδωρ), I. αγγείο νερού, στάμνα, ασκί, λαγήνι, σε Αριστοφ.· παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, σπάω τη στάμνα στην πόρτα δηλ. την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε ένα σχέδιο, γιατί κάτι πήγε στραβά, σε Αριστ. II. 1. αγγείο διαφόρων ειδών, αγγείο χρημάτων, πιθάρι, σε Αριστοφ. 2. ψηφοδόχος κάλπη δικαστηρίου, σε Ισοκρ., Δημ. 3. τεφροδόχος, σε Αριστοφ., Λουκ.
- ὑδριάς, ἡ (ὕδωρ), υδάτινη, σε Ανθ.

