Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑγιής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑγιής[ῠ], -ές, γεν. -έος, δοτ. ὑγιεῖ, αιτ. ὑγιᾶ, Ιων. ὑγιέα· δυϊκ. ὑγιῆ, ουδ. πληθ. ὑγιῆ, γεν. ὑγιῶν· συγκρ. και υπερθ. ὑγιέστερος, -ατος· I. 1. γερός, υγιής, ρωμαλέος, σφριγηλός, σωματικά υγιής, Λατ. sanus, ὑγιέα ἀποδέξαι τινά ή ποιεῖν τινα, τον επαναφέρω σε καλή κατάσταση, τον κάνω καλά, τον θεραπεύω, σε Ηρόδ.· ὑγιὴς τὸ δῆγμα, αυτός που θεραπεύτηκε από δάγκωμα, σε Ξεν. 2. λέγεται για την κατάσταση κάποιου, σῶς καὶ ὑγιής, σώος, ασφαλής και υγιής, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. ο νοητικά υγιής, ο ορθά σκεπτόμενος, σε Ευρ., Πλάτ. 2. λέγεται για λόγια, γνώμες και παρόμοια, υγιής, φρόνιμος, συνετός, σοφός, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Πλάτ.· συχνά με άρνηση, λόγος οὐχ ὑγιής, σε Ηρόδ.· μηδὲν ὑγιὲς φρονῶν, σε Σοφ.· οὐδὲν ὑγιὲς λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ. III. επίρρ. ὑγιῶς, υγιώς, ορθώς, κρίνειν, σε Πλάτ., Δημ.