Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑγίεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑγίειᾰ[ῠ], και ενίοτε ὑγιείᾱ, (ὑγιής), 1. υγεία, ευεξία σώματος, Λατ. salus, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. ὑγίειαι, υγιεινές συνθήκες, σε Πλάτ. 2. λέγεται για το νου, ὑγίεια φρενῶν, νοητική υγεία, σε Αισχύλ.