Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑάκινθος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Ὑάκινθος[ῠᾰ], , Υάκινθος, νεαρός Λάκωνας, αγαπημένος του Απόλλωνα· σκοτώθηκε από άτυχη ρίψη δίσκου του τελευταίου, σε Ευρ.
ὑάκινθος, και , το άνθος υάκινθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· άνθος που ξεφύτρωσε από το αίμα του Υάκινθου ή του Αίαντα (του Τελαμώνιου)· πιστεύονταν ότι τα πέταλα έφεραν τα πρώτα γράμματα του ονόματος Αίας, ΑΙ ή το επιφώνημα ΑΙΑΙ-, σε Μόσχ.· απ' όπου το επίθετο γραπτά, σε Θεόκρ. Ο υάκινθος φαίνεται να απαρτίζεται από πολλά άνθη χρώματος σκούρου μπλε· ο Όμηρ. μιλώντας για σκουρόχρωμες τρίχες κεφαλιού αναφέρει ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοῖαι, και ο Θεόκρ. τις αναφέρει μαύρες. II. πολύτιμος λίθος, κυανού χρώματος, (πιθ.) όχι ο γνωστός υάκινθος, αλλά το ζαφείρι, σε Κ.Δ.