Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅρμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅρμος, (εἴρω), I. 1. σκοινί, αλυσίδα, ιδίως περιδέραιο, περιλαίμιο, σε Όμηρ., Αττ. 2. γενικά, οτιδήποτε αποτελεί αρμαθιά, σειρά αντικειμένων που το ένα κρέμεται από το άλλο, όπως το περιδέραιο, στεφάνι, κομπολόι, σε Πίνδ.· στεφάνων ὅρμος, αρμαθιά από στεφάνους, δηλ. εγκώμια, στον ίδ. 3. κυκλικός χορός, σε Λουκ. II. 1. αραξοβόλι, αγκυροβόλιο, τόπος προσαράγματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. μεταφ., λιμάνι, τόπος προστασίας ή καταφυγής, σε Ευρ., Ανθ. II. = ἕρμα I, σε Ανθ.