Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅπου"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅπου, Ιων. ὅκου, αναφορ. επίρρ. του τόπου, κανονικά γεν. μιας απαρχαιωμένης αντων. ὅπος, συσχετικό προς το ποῦ· I. 1. ως αναφορ., σε Ηρόδ., Αττ.· ορισμένες φορές με γεν. του τόπου, ὅπου γῆς, Λατ. ubi terrarum, σε Πλάτ.· ἔσθ' ὅπου, κάπου, σε καποια μέρη, Λατ. est ubi, σε Αισχύλ., Δημ.· με άλλα μόρια, ὅκου δή, κάπου ή αλλού, Λατ. nescio ubi, σε Ηρόδ.· ὅπου iν ή ὅπουπερ ἄν, οπουδήποτε, με υποτ., στους Τραγ., Λατ. ubicunque, σε Πλάτ. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, ὄφρα πύθηαι πατρός, ὅπου κύθε γαῖα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ρήματα κίνησης, συνεκδοχικά, αντίθ. προς το ὅποι χρησιμ. με ρήματα που δηλώνουν στάση, κεῖνος δ' ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε, σε Σοφ.· ως απάντηση μιας ερώτησης, ἡ Λακεδαίμων ποῦ 'στιν; Απάντ. ὅπου 'στίν· (ρωτάς) πού βρίσκεται; σε Αριστοφ. II. 1. λέγεται για χρόνο ή περίσταση, όπως το Λατ. ubi, σιγᾶν ὅπου δεῖ, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για τρόπο, οὐκ ἔσθ' ὅπου, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο, είναι αδύνατον να, σε Σοφ., Ευρ. 3. λέγεται για αιτία, επειδή, καθώς, Λατ. quando, quoniam, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπουγε, Λατ. quandoquidem, σε Ξεν.