Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅπλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅπλον, τό, εργαλείο, σύνεργο, σκεύος, κυρίως στον πληθ. I. εξοπλισμός πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ιδίως, σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το σκοινί, σε Ομήρ. Οδ. II. εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., ὅπλον ἀρούρης, δρεπάνι, σε Ανθ.· δείπνων ὅπλον, λέγεται για φλασκί κρασιού, στο ίδ. III. 1. στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, εξοπλισμός, οπλισμός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. στους Αττ., μεγάλη ασπίδα από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την ονομασία τους, ὁπλῖται, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, στον πληθ. βαρέα όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων ἐπιστάτης = ὁπλίτης, σε Αισχύλ. 3. ὅπλα = ὁπλῖται, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. 4. τὰ ὅπλα, επίσης, τόπος όπου βρίσκονται όπλα, στρατόπεδο, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι, σε Θουκ. 5. φράσεις: ἐν ὅπλοισι εἶναι, είμαι στα όπλα, υπό τα όπλα, σε Ηρόδ.· εἰςτὰ ὅπλα παραγγέλλειν, σε Ξεν.· ἐφ' ὅπλοις ή παρ' ὅπλοις ἧσθαι, σε Ευρ.· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις, σε Ξεν.· ὅπλα τίθεσθαι, βλ. τίθημι, Α. I. 7.