Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅμιλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅμ-ῑλος, (ὁμός, ἴλη),· 1. κάθε συναθροισμένο πλήθος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.· μάζα ανθρώπων, όχλος, αντίθ. προς τους ηγέτες, αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ ψιλὸς ὅμιλος, πλήθος ατάκτων, αντίθ. προς το οἱ ὁπλῖται, σε Θουκ. 2. πλήθος, συρφετός μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ, Λατ. in prima acie, στο ίδ.· γενικά, αναταραχή, θόρυβος, σύγχυση, σε Ηρόδ.