LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὅμηρος"
- Ὅμηρος, ὁ, το κύριο όνομα Όμηρος· απαντά για πρώτη φορά σε Απόσπ. του Ησίοδ.
- ὅμηρος, ὁ, 1. εγγύηση για τη διατήρηση της ενότητας, εγγύηση, ενέχυρο, όμηρος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για πράγματα, ενέχυρο, εγγύηση, τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν, σε Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).