Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄψον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄψον, τό (ἕψω), I. 1. κανονικά, μαγειρεμένο κρέας, ή, γενικά, κρέας, σε αντίθ. προς το ψωμί και τις άλλες προμήθειες, σε Όμηρ., Αριστοφ. 2. οτιδήποτε τρώγεται μαζί με ψωμί ή με το φαγητό, για να του δώσει άρωμα και γεύση, κρόμυον ποτῷ ὄψον, κρεμμύδι, που δίνει δριμεία γεύση ή άρωμα στο κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄψον, σε Ξεν. 3. καρύκευμα, σάλτσα, σε Πλάτ.· κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ, με κουλούρα και σάλτσα από βολβούς (δηλ. γροθιές) επίσης, σε Αριστοφ.· λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε, δηλ. η πείνα είναι το καλύτερο καρύκευμα, σε Ξεν. 4. γενικά, λιχουδιά, στον πληθ., λιχουδιές, σε Πλάτ. II. 1. στην Αθήνα, κυρίως, ψάρι, κύρια λιχουδιά των Αθηναίων, σε Αριστοφ. 2. ψαραγορά, στον ίδ., Αισχίν.