Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄψ"

Βρέθηκαν 36 λήμματα [1 - 20]
ὄψ, (εἰπεῖν), χρησιμ. μόνον στις πλάγ. πτώσεις του ενικ. ὀπός, ὀπί, ὄπα· I. φωνή, σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για τους αυλούς, σε Θέογν. II. λέξη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
ὀψ-ᾱμάτης, (ὀψέ, ἀμάω), κλητ. -ᾶτα, Δωρ. αντί -αμήτης, αυτός που θερίζει μέχρι αργά το απόγευμα, σε Θεόκρ.
ὄψᾰνον, τό (ὄψομαι), = ὄψις, θέα, σε Αισχύλ.
ὀψᾰρότης, -ου, (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
ὀψέ, επίρρ., 1. μετά από μακρό χρονικό διάστημα, αργά, Λατ. sero, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀψὲ διδάσκεσθαι ή μανθάνειν, μαθαίνω με αργούς ρυθμούς, μαθαίνω παράκαιρα, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αργά κατά τη διάρκεια της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το πρωί, σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, ήταν αργά, γινόταν προχωρημένη η ώρα, σε Ξεν.· ομοίως, ἐς ὀψέ, σε Θουκ. 3. με γεν. ὀψὲ τῆς ἡμέρας, αργά, κατά τη διάρκεια της μέρας, όπως το serum dieiτου Λίβιου, στον ίδ.· ομοίως, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, σε Δημ.· ὀψὲ τῆς ἡλικίας, σε προχωρημένη ηλικία, σε Λουκ.
ὀψείω (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
ὄψεσθαι, απαρ. μέλ. του ὁράω.
ὀψία, Ιων. -ίη (ενν. ὥρα), το ύστερο τμήμα της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το ὄρθρος, που συχνά επίσης συνάπτεται με το δείλη· δείλη ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· περὶ δείλην ὀψίαν, σε Θουκ.· δείλης ὀψίας, αργά το απόγευμα, σε Δημ. πρβλ. δείλη.
ὀψιαίτερος, ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.
ὀψί-γονος[ῐ], -ον (γίγνομαι), 1. αυτός που γεννήθηκε αργότερα, μεταγεν., σε Όμηρ. 2. λέγεται για τον γιο, αυτός που γεννήθηκε αργά, που οι γονείς του ήταν προχωρημένης ηλικίας όταν γεννήθηκε, σε Ομηρ. Ύμν. 3. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, δηλ. ο νεότερος, σε Ηρόδ.· νέος, νεαρός, σε Θεόκρ.
ὀψίζω (ὀψέ), μέλ. -ίσω, κάνω, πηγαίνω ή έρχομαι αργά, βραδέως, καθυστερημένα, σε Ξεν.Παθ., ὀψισθέντες, καθυστερημένοι, αυτοί που τους βρήκε η νύχτα, στον ίδ.
ὀψί-κοιτος, -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.
ὀψῐμᾰθέω, μαθαίνω αργά, παράκαιρα, σε Λουκ.
ὀψῐ-μᾰθής, -ές (μανθάνω), I. αυτός που μαθαίνει με βραδείς ρυθμούς, αυτός που μαθαίνει πια πολύ αργά, παράκαιρα, όπως το serus studiorum του Οράτ., σε Πλάτ.· πολύ προχωρημένης ηλικίας για να μάθει, με γεν., σε Ξεν. II. αυτός που κομπάζει για όσα ξέρει, παρότι τα έμαθε πια πολύ αργά, ο σοφολογιότατος, σε Θεόφρ.
ὀψῐμᾰθία, , γνώση που αποκτήθηκε καθυστερημένα, σε Θεόφρ.
ὄψῐμος, -ον (ὀψέ), ποιητ. αντί ὄψιος, αργός, βραδύς, καθυστερημένος, τέρας ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αργά στην εποχή του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
ὀψί-νοος, -ον, αυτός που σκέφτηκε ή επινόησε κάτι καθυστερημένα, λέγεται για τον Επιμηθέα, σε Πίνδ.
ὄψιος, , -ον (ὀψέ), αυτός που γίνεται σε περασμένη ώρα, αργός, όψιμος, Λατ. serus, σε Πίνδ.· Αττ. συγκρ. ὀψιαίτερος, , -ον, αργότερος· υπερθ. ὀψιαίτατος, ο πλέον πρόσφατος, σε Ξεν.· το ουδ. ὀψιαίτερον, ως επίρρ., συγκρ. του ὀψέ, σε Πλάτ.· υπερθ. ὀψιαίτατα, στον ίδ., Ξεν.
ὄψις, , γεν. -έως, Ιων. -ιος· (από √ΟΠ, ρίζα του ὄψομαιI. 1. το εξωτερικό μέρος, η εμφάνιση ή μέρος που φαίνεται από ένα πρόσωπο ή πράγμα, Λατ. species oris, aspectus, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως, σε Θουκ.· αιτ. απόλ., κατά την εμφάνιση, ως προς την εμφάνιση, σε Πίνδ., Αττ. 2. έκφραση, πρόσωπο, σε Ευρ. κ.λπ. 3. = θέαμα, άποψη, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων, άλλες αρχιτεκτονικές απόψεις, σε Ηρόδ.· τῇ ὄψει, απ' ό,τι είδαν, σε αντίθ. προς το τῇ γνώμῃ, σε Θουκ. 4. όραμα, φάσμα, σε Ηρόδ., Τραγ. II. 1. η ικανότητα της όρασης, όραση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., τα όργανα της όρασης, μάτια, σε Σοφ., Ξεν. 2. θέα, άποψη, οπτικό πεδίο, Λατ. conspectus, ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, εισέρχομαι στο οπτικό πεδίο κάποιου, δηλ. ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· εἰς ὄψιν τινὸς ή τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, σε Αισχύλ., Ευρ.
ὀψῐ-τέλεστος, -ον, αυτός που έλαβε χώρα αργά, καθυστερημένα, σε Ομήρ. Ιλ.