Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄφελος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄφελος, τό (ὀφέλλω Β), μόνο στην ονομ., προαγωγή, πρόοδος, αρωγή, βοήθεια· συχνά (όπως το opus) ως άκλιτο επίθ., αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια χρησιμότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελλες ἡμῖν; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί ὄφελος σώματι κάμνοντι σιτία διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν, από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα κέρδος, σε Ηρόδ.· ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· αλλά, ὅ τι περ ὄφελος στρατεύματος, τμήμα στρατεύματος που είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.