LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄτοβος"
- ὄτοβος, ὁ, κάθε δυνατός θόρυβος, όπως ο κρότος της μάχης, σε Ησίοδ.· θόρυβος αρμάτων, σε Αισχύλ.· βροντή κεραυνού, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για τον οξύ ήχο του αυλού, γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).